- σαπωνοποιήσιμος
- ος , ον годный для приготовления мыла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπωνοποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί μετά από ειδική κατεργασία να σαπωνοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek