σαπωνοποιήσιμος

σαπωνοποιήσιμος
ος , ον годный для приготовления мыла

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαπωνοποιήσιμος" в других словарях:

  • σαπωνοποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί μετά από ειδική κατεργασία να σαπωνοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»